- υστερικός
- -ή, -ό / ὑστερικός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ννεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υστερία («υστερική κρίση»)2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υστερίααρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα («ὑστερικὸς ὑμήν», Αριστοτ.)2. (για γυναίκα) αυτός που πάσχει στη μήτρα, που υποφέρει από πόνους τής μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», Αριστοτ.)3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑστερικάοι πόνοι τής μήτρας.επίρρ...υστερικώς / ὑστερικῶς ΝΑ, και υστερικά Νκατά τρόπο υστερικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα». Για την επιστημον. σημ. τής λ. βλ. λ. υστερία].
Dictionary of Greek. 2013.